Με την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους διαμορφώνεται πλέον μια νέα κατάσταση. Οι νέοι κατακτητές, στην προσπάθεια τους να προσεταιριστούν το ντόπιο πληθυσμό, επαναφέρουν τον ορθόδοξο επίσκοπο Κυδωνιάς στην αρχαία του έδρα, αποκαθιστώντας έτσι την εκκλησιαστική τάξη. Μέσα στην πόλη μένει στα χέρια των χριστιανών μόνο ο μικρός ναός των Αγίων Αναργύρων, που θα λειτουργεί και ως καθεδρικός μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι μεγάλες εκκλησίες
και τα καθολικά των μονών των Βενετσιάνων, θεωρούνται λεία πολέμου και μετατρέπονται σε τζαμιά και οι μεγάλες περιουσίες περιέρχονται στους νέους κατακτητές.
Μέσα στα Χανιά, των οποίων τα τείχη επισκευάζονται, διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση. Οι Τούρκοι ζουν κυρίως στις ανατολικές συνοικίες Καστέλι και Σπλάντζια, στην οποία βρίσκεται και το κεντρικό τζαμί της πόλης, ο πρώην ναός του Αγίου Νικολάου των Δομηνικανών, τώρα Χιουγκάρ Τζαμισί (Τζαμί του Ηγεμόνα). Οι χριστιανοί έχουν τις κατοικίες τους κυρίως στη συνοικία Τοπανάς, στα δυτικά της πόλης, που πήρε το όνομα της από τη βενετσιάνικη πυριτιδαποθήκη (τουρκικά Top-Hane) στην αρχή της οδού Θεοτοκοπούλου και γύρω από το ναό των Αγίων Αναργύρων, όπου ήταν εγκατεστημένος ο επίσκοπος και διεξαγόταν οι κοινές δραστηριότητες της χριστιανικής κοινότητας. Στο Palazzo του Ενετού Ρέκτορα στο Καστέλι κατοικεί τώρα ο υπεύθυνος για τη διοίκηση της περιοχής των Χανίων Τούρκος πασάς.
Οι νέοι κατακτητές φροντίζουν, εκτός από τη μετατροπή των καθολικών εκκλησιών σε τζαμιά, για την οικοδόμηση και νέων, όπως το Κιουτσούκ Χασάν Τζαμισί (Τζαμί του μικρού Χασάν), ή Γιαλί Τζαμισί (το παραθαλάσσιο Τζαμί) στο λιμάνι. Επίσης, κατασκευάζονται και δημόσια λουτρά (Χαμάμ), από τα οποία τρία σώζονται μέχρι σήμερα, όπως και δημόσιες κρήνες, συνδεδεμένες συνήθως με τα τζαμιά, συμφωνά με τα καθιερωμένα στη μουσουλμανική θρησκεία. Σε γενικές γραμμές οι αλλαγές που επισημαίνονται στον τομέα της αρχιτεκτονικής αφορούν κυρίως στις νέες χρήσεις και το διαφορετικό τρόπο ζωής των Τούρκων σε σχέση με τους προηγουμένους κατακτητές. Πολλοί εξάλλου από αυτούς είναι Βενετσιάνοι ευγενείς, ή ορθόδοξοι που εξισλαμίστηκαν για να διατηρήσουν ταπρονόμια τους. Οι Τουρκοκρητικοί ακολουθούν μόνο σε ορισμένους εξωτερικούς τύπους τη νέα τους θρησκεία, ενώ διατηρούν πολλά από τα στοιχεία της παλιάς στην ιδιωτική τους ζωή. Μιλούν μόνον την τοπική διάλεκτο με ελάχιστες τουρκικές λέξεις, έχουν πολλές φορές ελληνικά επώνυμα, ντύνονται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο των ντόπιων και διατηρούν όμοια ήθη και έθιμα με αυτούς, αντιμετωπίζοντας περιφρονητικά τους ανατολίτες ομόθρησκους τους.
Έτσι, και στον τομέα της αρχιτεκτονικής ελάχιστα θα αλλάξουν, καθώς χρησιμοποιούνται τα ίδια υλικά δομής, τα οποία έως ένα σημείο καθορίζουν και τις μορφές, οι ίδιες αρχιτεκτονικές επιδράσεις, ενώ κατασκευαστές είναι οι ίδιοι λαϊκοί τεχνίτες, που διαμορφώθηκαν κάτω από την επίδραση του βενετσιάνικου Μανιερισμού στα τέλη της προηγούμενης περιόδου. Η παράδοση αυτή θα συνεχιστεί έως τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε το ρεύμα του Νεοκλασικισμού έρχεται να ανανεώσει την υπάρχουσα παράδοση με τις καλλιτεχνικές τάσεις του ελευθέρου ελληνικού κράτους. Η νέα ηγετική τάξη εξακολουθεί κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας το φεουδαρχικό τρόπο ζωής της προκατόχου του.
Στον εύφορο κάμπο των Χανίων επισκευάζονται ή κτίζονται νέα συγκροτήματα αγροτικής εκμετάλλευσης και κατοικίας, τα «μετόχια», παράλληλα με τις κατοικίες που διαθέτουν οι γαιοκτήμονες μέσα στην προστατευμένη από τα τείχη πόλη. Οι συνθήκες για τους χριστιανούς κατοίκους είναι δύσκολες στην πόλη και στην ύπαιθρο. Αυτοί ασχολούνται κυρίως, μαζί με τους Εβραίους, με το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τη ναυτιλία. Στα Χανιά αναπτύσσεται σημαντική κίνηση γύρω από το εμπόριο λαδιού και τη σαπωνοποιία, τομείς στους οποίους διακρίνονται ιδίως οι Τουρκοκρητικοί.
Η μεγάλη Επανάσταση του 1821 προκαλεί ένα ισχυρό κραδασμό στις σχέσεις των δύο λαών. Στην πόλη των Χανίων, όπου έχει συγκεντρωθεί το σύνολο σχεδόν του μουσουλμανικού πληθυσμού της υπαίθρου, οργανώνονται μεγάλες σφαγές του χριστιανικού στοιχείου.
Ο επίσκοπος Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης και ο δάσκαλος ιεροδιάκονος Καλλίνικος από τη Βέροια, απαγχονίζονται στο μεγάλο πλάτανο της Σπλάντζιας. Μετά το τέλος της Επανάστασης, η Κρήτη παραχωρείται στον Αιγύπτιο ηγεμόνα Μεχμέτ Αλή έως το 1841, οπότε και επανέρχεται στην τουρκική εξουσία. Στο διάστημα αυτό γίνονται στην Κρήτη πολλά δημόσια έργα. Τότε ανακατασκευάστηκε και ο Φάρος με τη μορφή μιναρέ, επάνω στη βενετσιάνικη βάση στην είσοδο του λιμανιού. Από την περίοδο αυτή οι συνθήκες για τους χριστιανούς βελτιώνονται συνεχώς, συχνά, ωστόσο, υπάρχουν προβλήματα καταπίεσης, ενώ η δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους προκαλεί τους κατοίκους του νησιού σε συνεχείς επαναστάσεις προκειμένου να επιτευχθεί ο μόνιμος εθνικός τους στόχος, η ένωση με την Ελλάδα. Από το 1850 μεταφέρεται στα Χανιά η έδρα του Τούρκου διοικητή της Κρήτης, ο οποίος εδρεύει σε ένα ογκώδες πολυώροφο οικοδόμημα, το «κονάκι», κτισμένο κατά ένα μέρος στη θέση του βενετσιάνικου Palazzo.
Το 1878 υπογράφεται η Σύμβαση της Χαλέπας, που παίρνει το όνομα της από το ομώνυμο αριστοκρατικό προάστιο σία ανατολικά της πόλης.
Με τη Σύμβαση αναγνωρίζονται περισσότερα δικαιώματα στους χριστιανούς και ορίζεται ομόθρησκος τους Γενικός Διοικητής Κρήτης, που προέρχεται συνήθως από τους αριστοκρατικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης. Την εποχή αυτή το «Κρητικό Ζήτημα» έχει πάρει διεθνείς διαστάσεις και αποτελεί ένα από τα ακανθώδη προβλήματα στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας με έντονη ανάμιξη και των «Μεγάλων Δυνάμεων» της εποχής. Στα Χανιά εδρεύουν προξενεία και στρατεύματα των ευρωπαϊκών χωρών και αναπτύσσεται υψηλού επιπέδου διπλωματία. Οι κοινωνικές συνθήκες για τους κατοίκους αλλάζουν σημαντικά και δυναμώνει μια ντόπια αστική τάξη με διασυνδέσεις τόσο με το ελεύθερο κράτος, όσο και με τις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, με πολλές από τις οποίες υπάρχει κατευθείαν συγκοινωνία και ανεπτυγμένο εμπόριο. Η οργάνωση της χριστιανικής κοινότητας σιους τομείς της θρησκείας, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και της εθνικής αποκατάστασης ισχυροποιείται, αντίθετα με τη μουσουλμανική που φθίνει κυρίως στην ύπαιθρο. Με το πέρασμα των χρόνων και τις διαρκείς εξελίξεις στο Κρητικό Ζήτημα, η ανάμιξη των «προστάτιδων» Δυνάμεων, όπως αποκαλούνται, γίνεται εντονότερη. Τα Χανιά μετατρέπονται σε μια πολυεθνική κοινωνία με σύγχρονο τρόπο ζωής, αντίθετο με τα έως τότε συντηρητικά ήθη του τόπου. Υπάρχει έντονη οικοδομική δραστηριότητα, αναπτύσσεται περισσότερο το εμπόριο με το εξωτερικό, υπάρχει πλούσια πολιτιστική και εκδοτική δραστηριότητα.
Κατά τον Ιανουάριο του 1897, σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης από τους Τούρκους και η πυρπόληση των χριστιανικών συνοικιών, δημιουργούν μεγάλη αναταραχή και επισπεύδουν τον ερχομό της αυτονομίας του νησιού. Με την ίδρυση της ημιαυτόνομης «Κρητικής Πολιτείας» στα 1898 υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας, τα Χανιά γνωρίζουν τη μεγαλύτερη ακμή στην ιστορία τους, ως πρωτεύουσα της Κρήτης και ζουν έντονα κάτω από τις νέες συνθήκες. Μέσα στο ιδιόρρυθμο αυτό κλίμα ωριμάζουν οι προϋποθέσεις για την ένωση με την Ελλάδα, κυρίως μετά από την Επανάσταση του Θερΐοσου το 1905, όπου αναδείχθηκε και η ηγετική μορφή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Την 1η Δεκεμβρίου του 1913 γίνεται και τυπικά η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, με συμβολική ύψωση της ελληνικής σημαίας στο ιστορικό φρούριο του Φιρκά. Από τότε, η Κρήτη ακολουθεί τις τύχες του ελληνικού κράτους και τα Χανιά ξαναγίνονται σιγά-σιγά μια απλή επαρχιακή πόλη.
Στην πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, η πόλη των Χανιών περιορίζεται στα όρια των Ενετικών οχυρώσεων. Σταδιακά, ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα, αρχίζει να αναπτύσσεται και το χωριό της Χαλέπας στα ανατολικά υψώματα της πόλης, έξω από τα όρια των οχυρώσεων. Οι πλουσιότεροι κάτοικοι των Χανίων προτιμούν τη Χαλέπα, όπου και το κλίμα είναι καλύτερο και υπάρχει άνετος χώρος για μεγάλες κατοικίες με κήπους. Η παλιά πόλη έχει εξαντλήσει τα πολεοδομικά της περιθώρια με τα στενά δρομάκια και τη μεγάλη έλλειψη ελευθέρων χώρων, καθώς και τους κίνδυνους που υπάρχουν για τη ζωή και την ασφάλεια των χριστιανών κατοίκων κάθε φορά που κλείνουν οι μεγάλες πύλες και οι μουσουλμάνοι της υπαίθρου συγκεντρώνονται στην πόλη, εξαιτίας κάποιας από τις συχνές εξεγέρσεις. Τα προξενεία των Ξένων Δυνάμεων προτιμούν εξάλλου την περιοχή της Χαλέπας, όπου και μετατοπίζεται το κέντρο της διπλωματικής ζωής.
Στον τομέα της αρχιτεκτονικής, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα γίνεται έντονη η παρουσία του νέου ρεύματος του Νεοκλασικισμού, που φτάνει από την Ευρώπη με τους Βαυαρούς βασιλείς στην ελεύθερη Ελλάδα. Η μέχρι τότε τοπική παράδοση, η οποία έχει τις αρχές της στο επίσης κλασικιστικό ρεύμα της όψιμης Βενετοκρατίας, δεν δυσκολεύεται να αποδεχτεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Πιστοποιείται μια εξελισσόμενη αποδοχή των επιδράσεων του νέου αυτού ρεύματος με κάποιες ιδιορρυθμίες στη μουσουλμανική κατοικία, αλλά και με αναβίωση εκλεκτικά στοιχείων της βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν το τουρκικό περίπτερο στην πλατεία της Σπλάντζιας — έργο του τέλους του 19ου αιώνα — δείγμα μουσουλμανικού εκλεκτικισμού και ο όροφος του σχολείου της χριστιανικής κοινότητας, επά νω από το παλιό νεώριο, του οποίου το δίλοβο παράθυρο ακολουθεί γοτθίζουσα μορφή, συνήθη στα βενετσιάνικα κτίσματα. Δημόσια κτίρια, όπως το νέο Διοικητήριο, δίπλα στο πυρπολημένο τουρκικό κονάκι, ο νέος καθεδρικός ναός των Εισοδίων, η Τριμάρτυρη και τα «καταστήματα» της χριστιανικής κοινότητας που την περιέβαλαν, ακολουθούν και αυτά τη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Νεοκλασικές επιδράσεις διακρίνουμε και στην πρόσοψη του Τζαμιού του Κιουτσούκ Χασάν στο λιμάνι, που αναμορφώνεται εξωτερικά, χάνοντας σε ένα βαθμό την ανατολίτικη εντύπωση που έδινε.
Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας η παλιά πόλη ασφυκτιά μέσα στα τείχη της, ενώ η νέα έχει ήδη καταλάβει πολλαπλάσια έκταση και μετατοπίζεται σταδιακά το κέντρο βάρους σε αυτήν. Η πολεοδομική νομοθεσία επιχειρεί τον εκσυγχρονισμό της επιβάλλοντας την κατεδάφιση των ξύλινων κιοσκιών και των άλλων κατασκευών, που αλλοιώνουν τον πολεοδομικό ιστό, ενώ επιχειρούνται, όπου είναι δυνατό, διαπλατύνσεις και εκσυγχρονισμός δρόμων και πλατειών.
Η αναγκαιότητα πλέον των οχυρώσεων έχει ξεπεραστεί και από την εξέλιξη της πολεμικής τέχνης και από την ασφυκτική ανάπτυξη της νέας πόλης γύρω από την παλιά. Έτσι επιχειρείται η κατάργηση τους με διανοίξεις μεγάλων ρηγμάτων για τη συνένωση των δρόμων, καταχώσεις τμημάτων της τάφρου και κατεδαφίσεις άλλων τμημάτων για εκτέλεση έργων. Κατεδαφίζεται η κεντρική πύλη στη νότια πλευρά και οι γειτονικοί επιπρομαχώνες του μεγάλου προμαχώνα Piatta Forma ισοπεδώνονται για να επιχωματώσουν την τάφρο και να κτιστεί πάνω της η εντυπωσιακή Δημοτική Αγορά με τις τέσσερις κεραίες του σταυρού στραμμένες στα κυρία σημεία του ορίζοντα. Οι μεγάλοι ελεύθεροι χώροι που θα δημιουργούνταν από την κατεδάφιση των τειχών και την αξιοποίηση της τάφρου περιορίστηκαν σημαντικά από συνεχιζόμενες για πολλές δεκαετίες καταπατήσεις και άλλες λανθασμένες ενέργειες.
Το 1941 τα Γερμανικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν την πόλη προξενώντας μεγάλες καταστροφές κυρίως στις περιοχές Καστέλι, Σπλάντζια και Χιόνες. Οι μεγαλύτερες καταστροφές έγιναν στην περιοχή του Καστελιου, όπου ήταν συγκεντρωμένα και τα σημαντικότερα δημόσια και ιδιωτικά κτίσματα της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν τη Γερμανική Κατοχή και μέσα στα πλαίσια των τότε αντλήψεων, συντάχθηκε ένα νέο ρυμοτομικό σχέδιο για την παλιά πόλη, το οποίο εξαφάνιζε τον ιστορικό πολεοδομικό ιστό και προέβλεπε την κατεδάφιση ενός μεγάλου αριθμού από σπίτια και μνημεία με αναδασμό των οικοπέδων που θα προέκυπταν. Σε ορισμένα τμήματα της πόλης, όπου εφαρμόστηκε το νέο ρυμοτομικό σχέδιο, οι συνέπειες ήταν καταστροφικές για τη μορφή της.
Αρκετά μεμονωμένα μνημεία, όπως οι πύλες του βυζαντινού τείχους, οι υπόγειες θολωτές κρήνες της Σπλάντζιας, τα καταστήματα της χριστιανικής κοινότητας και πολλά άλλα κατεδαφίζονται από τις τότε Δημοτικές Αρχές της πόλης για τον «εκσυγχρονισμό» της. Το 1965 χαρακτηρίζεται «ιστορικό διατηρητέο μνημείο» το τμήμα των Χανιών που περικλείεται από τις οχυρώσεις και αρχίζει μια έντονη προσπάθεια διατήρησης και ανάδειξης της, κυρίως από την τελευταία δεκαετία.
Πηγή: Μιχάλης Ανδριανάκης, «Η ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ» (Εκδόσεις ΑΔΑΜ Editions).
Όλες οι φωτογραφίες και τα κείμενα αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα και απαγορεύεται η οποιαδήποτε αντιγραφή τους ή αναδημοσίευση τους χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση του.